Το νέο νομοσχέδιο που αφορά την ισότητα στον γάμο για όλα τα ζευγάρια ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, του οποίου η συζήτησε ξεκίνησε σήμερα 14 Φεβρουαρίου 2024 στην Ολομέλεια της Βουλής, μπορεί να έφερε αναταράξεις στον δημόσιο βίο, ωστόσο κάποτε οφείλαμε ως χώρα να λύσουμε εμπράκτως θέματα ισονομίας, τα οποία έμεναν άλυτα άλλες φορές γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν ήθελαν να επωμισθούν το πολιτικό κόστος και άλλες φορές με την δικαιολογία “μια μη έτοιμη κοινωνία” αποφάσιζαν να μη κάνουν τίποτα μεταθέτοντας το θέμα στις … καλένδες!
Ένα Κράτος Δικαίου, όμως, οφείλει να σέβεται όλους τους πολίτες του και να προστατεύει τις μειοψηφίες, όπως είναι οι LGBTI οικογένειες και τα παιδιά τους – ιδιαίτερα τα παιδιά. Επί της ουσίας, τα παιδιά ζούσαν και υπήρχαν σε μια γκρίζα ζώνη χωρίς ουσιαστική αναγνώριση και των δύο ανθρώπων που τα μεγάλωναν. Η ισότητα στον γάμο και η αναγνώριση της LGBTI γονεϊκότητας οφείλει να αναγνωρίζεται ισαξίως για όλους τους ανθρώπους, ασχέτως αν θα αποφασίσουν να αξιοποιήσουν ή όχι τις δυνατότητες που τους προσφέρει. Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος, ενώ όλα όσα ακούγονται και γράφονται τους τελευταίους τρεις μες τέσσερεις μήνες αφορούν προσωπικές απόψεις – κάποιες εκ των οποίων αγγίζουν τα όρια της χυδαιότητας, της ασχετοσύνης και της γελοιότητας.
Ωστόσο, επειδή το βάρος του δημοσίου διαλόγου περιστρέφεται γύρω από τα παιδιά και το καλύτερο συμφέρον τους, ας δούμε τί ισχύει μέχρι τώρα και μετά να μου πείτε αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι κατά την γνώμη σας.
Οι LGBTI οικογένειες και ιδιαίτερα τα παιδιά τους δεν γίνονται δεκτά στο ληξιαρχείο (ειδικό και εθνικό), εκκλησία, πολιτικά κόμματα κλπ, με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη από τον νόμο της γονεϊκότητας του μη βιολογικού γονέα, ότι τίθεται ζήτημα δημόσιας τάξης (συνέβη και αυτό), ή ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ώριμη να δεχτεί την νέα τάξη των πραγμάτων. Στην κυριολεξία, αντί να προστατεύεται το καλύτερο συμφέρον του παιδιού, το ίδιο το κράτος ξάνει τα αδύνατα δυνατά – μέσω της προβληματικής νομοθεσίας και των κενών νόμου – να στερεί βασικά, καθολικά και θεμελιώδη δικαιώματα από τα παιδιά.
Παράλληλα, το ομόφυλο ζευγάρι αρχίζει να διερευνά το νομικό πλαίσιο και τις επιλογές που έχει μόνο όταν αποφασίσει να προχωρήσει στην απόκτηση παιδιών. Τα προβλήματα οξείνονται ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για διαφορετικής εθνικότητας γονείς που ζουν σε κάποια τρίτη χώρα.
Η Ελλάδα ποτέ δεν έδειξε φιλικές διαθέσεις απέναντι στην LGBTI κοινότητα και τα μέλη της. Θα είχε διαφορά αν, έστω και τώρα, έδειχνε ένα ανθρώπινο πρόσωπο απέναντι στα παιδιά που, εν δυνάμει, μπορεί να είναι οι αυριανοί ψηφοφόροι κάποιου πολιτικού κόμματος. Μπορεί τα ζευγάρια με παιδιά να αποτελούν μειοψηφία ακόμα και μέσα στην LGBTI κοινότητα, ωστόσο ακόμα και αυτή η μειοψηφία δεν μπορεί σήμερα να στερείται βασικών δικαιωμάτων και να αναγκάζεται να μπλέξει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της άγνοιας για θέματα που σε άλλες χώρες, π.χ. Βέλγιο και Μάλτα, είναι ήδη λυμένα. Ένα απλό παράδειγμα είναι πως στην Ελλάδα αναγνωρίζεται μόνο το Σύμφωνο Συμβίωσης με αποτέλεσμα όσα ζευγάρια έχουν τελέσει γάμο στο εξωτερικό, να μην αναγνωρίζονται ως σύζυγοι σε περίπτωση που αποφασίσουν να μετοικίσουν εδώ.
Τα πράγματα εντείνονται όταν ένας εκ των δύο μελών της σχέσης έχει γεννηθεί σε τρίτη χώρα (δηλαδή, εκτός ΕΕ) και ακόμα χειρότερα αν υπάρχει παιδί. Φυσικά, εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για την γνωστή κουτοφράγκικη λογική του “κρύβω αυτά που θεωρώ ανεπιθύμητα κάτω από το χαλί” λες και έτσι θα “εξαφανιστεί” το πρόβλημα. Ας υποθέσουμε ότι η κοινωνία δεν έχει επίγνωση του ουσιαστικού προβλήματος (που δεν ισχύει κάτι τέτοιο) και τα πολιτικά κόμματα δεν αγγίζουν το θέμα φοβούμενα το πολιτικό κόστος (που είναι παραμύθι και φαιδρή δικαιολογία). Ας υποθέσουμε πάλι ότι μας κυβερνούν άσχετα κόμματα (που δεν ισχύει γιατί αν μια κυβέρνηση δεν γνωρίζει ή αδυνατεί να κατανοήσει ένα πολύπλευρο θέμα, οφείλει ή να ενημερωθεί διεξοδικά και να πράξει άμεσα τα δέοντα ή να παραιτηθεί δηλώνοντας ανικανότητα διαχείρισης ακόμα και του παραμικρού προβλήματος το οποίο καλείται να επιλύσει.
Ας υποθέσουμε πάλι ότι οι ευρωβουλευτές είναι ανίδεοι (κάτι που δεν ισχύει γιατί οφείλουν να ενημερώνονται διεξοδικά). Ας πούμε, πάλι υποθετικά, ότι τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου είναι ακόμα πιο άσχετα από τους ευρωβουλευτές (κάτι που δεν ισχύει εφόσον εκλέγονται από τον λαό και οφείλουν ως πολιτικοί να είναι διαβασμένοι. Στην αντίθετη περίπτωση δεν έχουν καμία θέση να παίζουν τους νομοθέτες, λες και συμμετέχουν σε μια παρτίδα μπιρίμπας).
Για όλους αυτούς τους λόγους και κυρίως επειδή δεν χαρακτηριζόμαστε για την κουλτούρα σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, βρισκόμαστε στο σημείο κάποιοι πολίτες αυτής της χώρας να αναζητούν το δίκαιο τους στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και αυτά, με τη σειρά τους, να βγάζουν καταδικαστικές αποφάσεις και να επιβάλουν τσουχτερές αποζημειώσεις, προς έκπληξην των ακόμα πιο ανίδεων φορολογούμενων πολιτών, οι οποίοι μαθαίνουν μετά εορτής που πήγε ένα μέρος των φόρων που πλήρωσαν.
Το όποιο προστατευτικό νομικό πλαίσιο υπάρχει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα έχει θεσπιστεί γιατί είμαστε μέλος της ΕΕ και γιατί η χώρα οφείλει να ενσωματώνει τις εκάστοτε οδηγίες και συμβάσεις και το κάνει κουτσά – στραβά και με ελλείψεις για να μην κακοκαρδίσει την Εκκλησία και τους οπαδούς της.
Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά ή να γράψουμε ολόκληρες διατριβές αναλύοντας το γιατί δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα σοβαρή προστατευτική νομοθεσία πάνμω σε θέματα που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα, την έκφραση και τα χαρακτηριστικά φύλου. Αν μια χώρα αδυνατεί να θεσπίσει σοβαρή νομοθεσία, είναι αδύνατον να προστατεύσει τα συμφέροντα των παιδιών των LGBTI οικογενειών, πόσσω μάλλον τα δικαιώματα τους τα οποία καταστρατηγούνται με φαιδρές δικαιολογίες.
Εν κατακλείδι, αυτά τα θέματα έρχεται να λύσει το νέο σχέδιο νόμου, που ούτε αλλαγές στη σύνθεση της κοινωνίας θα επιφέρει ούτε θα εισάγει καινά δαιμόνια όπως φοβούνται οι συντηρητικοί κύκλοι. Τουναντίον, έρχεται να λύσει αδικίες που διαιωνίζονται. Επί της ουσίας, δεν αφορά το ποιος έχει δικαίωμα να τελέσει γάμο ή όχι και να αποκτήσει παιδιά, αλλά όταν λέμε ισότητα να το εννοούμε. Πρόκειται για δικαίωμα που κανένας και καμία δεν μπορεί να το στερήσει σε κανέναν άνθρωπο ούτε να το προσφέρει a la carte.